συγκράτηση

συγκράτηση
η / συγκράτησις, -ήσεως, ΝΑ [συγκρατῶ]
αναχαίτιση, παρεμπόδιση, ανακοπή πορείας ή λειτουργίας, σταμάτημα («δεν επιτεύχθηκε ακόμη η συγκράτηση τού πληθωρισμού»)
νεοελλ.
1. στήριξη, υποστήριξη, στερέωση
2. επιφυλακτική στάση, επιφύλαξη
3. χαλιναγώγηση, ιδίως ορμών ή επιθυμιών
4. φρ. «συγκράτηση τιμών» — η σταθεροποίηση τών τιμών σε ορισμένο επίπεδο
αρχ.
1. σύνδεση, συγκόλληση
2. φρ. «συγκράτησις σπέρματος» — σύλληψη (Σωρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκράτηση — η 1. στήριξη, στερέωση: Η συγκράτηση του ετοιμόρροπου τοίχου έγινε με δοκάρια. 2. αναχαίτιση, παρεμπόδιση: Η συγκράτηση του ορμητικού ρεύματος του ποταμού ήταν πια αδύνατη. 3. χαλιναγώγηση: Η συγκράτηση των ορμών απαιτεί δυνατή θέληση. 4. το να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • κράτημα — το (AM κράτημα, Μ και κράτημαν) [κρατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κρατώ, το βάσταγμα, το πιάσιμο (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το κράτημα τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ κράτημα τῆς χειρός», Πρόκλ.) 2. αυτό από το οποίο κρατάει κάποιος κάτι …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόδεμα — και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα) μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό νεοελλ. 1. επίδεσμος τού κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων 2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται… …   Dictionary of Greek

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • έποχο — Ταινία από δέρμα ή ύφασμα, που χρησιμεύει για τη συγκράτηση της σέλας (εφιππίου) στη ράχη του αλόγου. Το πλάτος της ταινίας διαφέρει, ανάλογα με το είδος της σέλας, τη διακόσμησή της και τους πρακτικούς σκοπούς της ε. * * * το (Α ἔποχον) [επ έχω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”